- ᾤμωξεν
- οἰμώσσωaor ind act 3rd sgοἰμώζωwail aloudaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὤιμωξεν — ᾤμωξεν , οἰμώσσω aor ind act 3rd sg ᾤμωξεν , οἰμώζω wail aloud aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιγιγνώσκω — ἐπιγιγνώσκω (AM) [γιγνώσκω] 1. γνωρίζω κάτι ακόμη καλύτερα, περισσότερο από πριν («ἐπιγνόντι σοι τὸν Χριστόν» «ὅπως μήτηρ σε μὴ ἐπιγνώσεται φαιδρῷ προσώπῳ», Σοφ.) 2. ανακαλύπτω, διακρίνω («κἄπειτ ἐπιγνοὺς ἔργον οὐ καταίσιον ὤμωξεν», Αισχύλ.) 3.… … Dictionary of Greek
οιμώζω — (Α οἰμώζω) κλαίω γοερά, θρηνώ, οδύρομαι («ᾤμωξέν τε καὶ ὣ πεπλήγετο μηρώ», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για τραυματία) βογγώ, στενάζω 2. λυπάμαι κάποιον, οικτίρω 3. (συν. στην προστ. οἴμωζε και σε άλλους τ. ως τυπική λαϊκή έκφραση για κατάρα) γκρεμίσου,… … Dictionary of Greek